-
1 περιστροφη
-
2 οστρακον
τό1) скорлупа(τοῦ ᾠοῦ Arst.)
2) костный панцирь, щит(ок) (sc. τῆς χέλυος HH.)3) раковина(τῶν ὀστρέων Arst.)
4) (см. ὀστρακίνδα) игральный черепокὀστράκου περιστροφή Plat. — поворот или опрокидывание черепка;
ὀστράκου μεταπεσόντος погов. Plat. etc. — с поворотом черепка, т.е. когда дело приняло совсем другой оборот5) pl. кастаньеты, погремушка из раковин(τοῖς ὀστράκοις κροτεῖν Arph.)
6) глиняная миска или горшок Arph.7) глиняный черепок8) острак, вотивный черепок (преимущ. для подачи голоса по вопросу о чьем-л. изгнании; см. ὀστρακίζω и ὀστρακισμός)ὄστρακον ἐπιφέρειν τινί Plut. — высказаться за чьё-л. изгнание
9) остракизм, изгнаниеτοῦ ὀστράκου πόρρω τιθέμενος ἑαυτόν Plut. — полагая, что изгнание ему не угрожает
См. также в других словарях:
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek
οστρακίνδα — ὀστρακίνδα (Α) επίρρ. παίζοντας με όστρακο, παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν ψηλά ένα όστρακο, δηλ. πήλινο θραύσμα αγγείου, βαμμένο με πίσσα από τη μία πλευρά και, ανάλογα με το ποια ήταν η επάνω επιφάνεια μετά την πτώση του, η… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek