Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὀστράκου περιστροφή

См. также в других словарях:

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • οστρακίνδα — ὀστρακίνδα (Α) επίρρ. παίζοντας με όστρακο, παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες παικτών έριχναν ψηλά ένα όστρακο, δηλ. πήλινο θραύσμα αγγείου, βαμμένο με πίσσα από τη μία πλευρά και, ανάλογα με το ποια ήταν η επάνω επιφάνεια μετά την πτώση του, η… …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»